- καραγκιοζοπαίχτης
- οαυτός που παίζει τον καραγκιόζη: Λένε ότι είναι καλός καραγκιοζοπαίχτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σπαθάρης, Σωτήρης — Καραγκιοζοπαίχτης (1895 1974). Ο Σ., που συγκίνησε ιδιαίτερα τον Άγγελο Σικελιανό, έπαιζε Καραγκιόζη στην Αθήνα και στα προάστια και θεωρείται κορυφαίος καλλιτέχνης του είδους. Για το θέατρο των σκιών έγραψε διάφορα έργα, εμπνευσμένα συχνά από… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Σπαθάρειο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου — Εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1995 σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο στο Μαρούσι (Βασιλίσσης Σοφίας & Δημητρίου Ράλλη), στην ίδια πλατεία (Κασταλίας) όπου το 1942 ξεκίνησε την καριέρα του ως καραγκιοζοπαίχτης ο Ευγένιος Σπαθάρης. Είναι ένα μουσείο μοναδικό … Dictionary of Greek
καραγκιοζοπαίκτης — και καραγκιοζοπαίχτης, ο αυτός που παίζει καραγκιόζη, ο καλλιτέχνης τού λαϊκού θεάτρου σκιών, που κινεί πίσω από την οθόνη τα χαρτονένια ή δερμάτινα ανδρείκελα και μιλάει αντί γι αυτά … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
κουκλοθέατρο — Με αυτό τον όρο εννοούνται σήμερα δύο συγγενικές μορφές θεάτρου ανδρεικέλων· θεατρικές, δηλαδή, παραστάσεις που γίνονται με κούκλες, οι οποίες είτε είναι ολόσωμες, οπότε κινούνται από ψηλά με σύρματα ή με νήματα από λινάρι ή κάνναβη και… … Dictionary of Greek
Ξάνθος, Μάρκος — (; – Κάρυστος 1932). Καραγκιοζοπαίχτης από την Κρήτη. Μαθητής ενός άλλου διάσημου καραγκιοζοπαίχτη, του Μόλλα, έδινε παραστάσεις πολλά χρόνια στη συνοικία της Δεξαμενής στην Αθήνα, καθώς και σε περιοδίες στην ύπαιθρο. Τύπωσε περισσότερα από… … Dictionary of Greek